- ξόμπλι
- το (Μ ξόμπλι και ἐξόμπλιον, και ἐξέμπλον και ἐξέμπλιον και ἔξομπλον)παράδειγμα προς μίμηση, υπόδειγμα, πρότυπονεοελλ.1. σχέδιο που χρησιμεύει ως πρότυπο για τη διακόσμηση υφασμάτων, σχέδιο κεντήματος2. διακόσμηση, ποίκιλμα, κέντημα, κεντίδι3. τεκμήριο, δείγμα, απόδειξη4. μτφ. κουτσομπολιό, κακολογία, καταλαλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἐξόμπλιν < ἐξόμπλ-ιον, υποκορ. τού ἔξομπλον < λατ. exemplum «παράδειγμα»].
Dictionary of Greek. 2013.